- εισοδηματίας
- ο рантье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εισοδηματίας — ο αυτός που έχει πολλά εισοδήματα, που ζει από τα εισοδήματά του και όχι από προσωπική εργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. rentier). Η λέξη μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Χρόνος] … Dictionary of Greek
εισοδηματίας — ο αυτός που εισπράττει εισοδήματα, που αποζεί από τα εισοδήματά του και όχι από την προσωπική του εργασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ραντιέρης — και ρεντιέρης, ο, Ν εισοδηματίας, αυτός που το εισόδημά του προέρχεται από έγγεια πρόσοδο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rentier «εισοδηματίας»] … Dictionary of Greek